-
1 ασήμαντα
-
2 ἀσήμαντα
-
3 σημαίνω
σημαίνω, fut. σημανῶ, aor. ἐσήμηνα, auch ἐσήμᾶνα, welches auch bei Attikern vorkommt, aber seltener als jenes ist, vgl. Lob. Phryn. 24; – bezeichnen, durch ein Zeichen kenntlich machen, σήμηνε δὲ τέρματα, Il. 23, 358. 757; Od. 12, 26; besiegeln, σεσημάνϑαι, Ar. Lys. 1199; τὰ σεσημασμένα καὶ τὰ ἀσήμαντα, Plat. Legg. XII, 954 a; ἐσημάνϑησαν οἱ ἐχῖνοι, Dem. 47, 16. – Bes. ein Zeichen geben, Etwas zu thun, befehlen, gebieten, theils absolut, Od. 22, 450, theils mit dem dat., σημαίνει φυλάκεσσι, Il. 10, 58; σημαίνουσιν ἕκαστος λαοῖς, 17, 250; seltener οὐδέ ἑ μήτηρ σημαίνειν εἴασκεν ἐπὶ δμωῇσι γυναιξίν, Od. 22, 427, über die Mägde gebieten; und wie ἄρχειν c. genit., αἴϑ' ὤφελλες ἀεικελίου στρατοῠ ἄλλου σημαίνειν, Il. 14, 85; – mit dem dat. u. hinzutretendem inf., ᾿Αγαμέμνονος γυναικὶ σημαίνω τορῶς, ἐπορϑιάζειν, Aesch. Ag. 26; vgl. Soph. Ai. 673 O. C. 708; und in Prosa, bes. den Soldaten, Thuc. 2, 84 u. sonst; Her. 8, 11 τοῖς Ἕλλησι ὡς ἐσήμηνε; u. c. inf., ἐσήμαινε πάντα παραρτέεσϑαι, 9, 42, wie bei Xen. Cyr. 1, 2, 8; τῷ κέρατι, 5, 3, 44; τῇ σάλπιγγι, An. 3, 4, 4 (vgl. Pol. 6, 40, 2) u. öfter; vollständig σημαίνει ὁ σαλπιγκτής, 4, 3, 32; u. so öfter vom Commando durch Signale, ἐπειδὰν ὁ σαλπιγκτὴς σημήνῃ τὸ πολεμικόν, 4, 3, 29; vgl. D. Sic. 17, 33; τὸ ἀνακλητικόν, Signal zum Rückzuge, Plut. lac. apophth. a. E.; vgl. σημαίνειν ἐκέλευσεν ἀναχώρησιν, Thuc. 5, 10; διὰ τῶν συνϑημάτων, Pol. 1, 50, 8 u. öfter. – Uebh. anzeigen, sagen, erklären, σήμαιν' ὅτι χρή σοι συμπράττειν, Aesch. Prom. 295; εἰ δ' ἔχεις εἰπεῖν ὅ τι λοιπὸν πόνων, σήμαινε, 685; οἶσϑα σημῆναι τορῶς Pers. 471; κἀσήμηνεν ἐμφανὲς τέκμαρ, Ch. 656; Κρέοντα προςστείχοντα σημαίνουσί μοι, Soph. O. R. 79; ταῠτα σημανοῠσ' ἐλήλυϑα, O. C. 367; ἣ σῷ παιδὶ σημαίνει νόσον, Eur. Hipp. 1306; Herc. Fur. 1218; ϑέλει τι σημᾶναι νέον, Hipp. 857; u. in Prosa von den Göttern, Vorzeichen geben und die Zukunft andeuten, ἄνεμος ἐξαίσιος ἐπεγένετο, ὃν καὶ οἰωνίζοντό τινες σημαίνειν πρὸ τῶν μελλόντων, Xen. Hell. 5, 4, 17; vgl. Arr. An. 7, 22. 24 (v. l. περί); φοβοῠνται αὐτὸ ὡς σημαῖνον φϑοράν τινα, Plat. Crat. 405 e; andeuten, auseinandersetzen, τινί τι, Her. 7, 18. 9, 49 u. öfter; bedeuten, ἕν τι σημαίνει μόνον ταὐτὸν ἀεί, Plat. Phaedr. 275 d; ὁ γὰρ ἄναξ καὶ ὁ ἕκτωρ σχεδόν τι ταὐτὸν σημαίνει, Crat. 293 a; ὡς ὁ λόγος σημαίνει, Gorg. 511 b, u. öfter; auch intrans., ὡς ἄρτι σημαίνειν ἐκ τῶν εἰρημένων μοι σφόδρα δοκεῖ, wie aus dem Gesagten einzuleuchten scheint, Epinom. 989 a. – Med. versiegeln lassen, Dem. 28, 6. 33, 36; auch sich ein Zeichen geben lassen, aus einem gegebenen Zeichen schließen, vermuthen, Soph. Ai. 32; σημαίνεσϑαί τι βύβλῳ, sich Etwas auf Papyrus anmerken, Her. 2, 38; – σημηνάμενος τοὺς εὐρωστοτάτους, d. i. sich auswählend, Pol. 3, 71, 7. – Bei den Gramm. bedeutet τὸ σημαινόμενον was unter einem Worte verstanden wird, ohne daß es ausdrücklich darin ausgesprochen ist; dah. πρὸς τὸ σημαινόμενον von der Construction nach dem Sinne, nicht nach der grammatischen Vrbdg der Wörter.
-
4 ασημαντος
I2[σημάντωρ] оставшийся без пастуха, беспризорный(μῆλα Hom.)
II2[σημαίνω]1) не меченный(βοῦς Her.)
ἀ. τινος Plat. — лишенный какого-л. признака;τὰ σεσημασμένα καὴ τὰ ἀσήμαντα Plat. — вещи, как опечатанные, так и неопечатанные2) ничего не обозначающий, лишенный значения(φωνή Plut.; λέξις Diog.L.)
-
5 σημαινω
дор. σᾱμαίνω (fut. σημᾰνῶ - эп.-ион. σημᾰνέω, aor. ἐσήμηνα - эп. σήμηνα, дор. ἐσήμᾱνα; pf. σεσήμαγκα; pass.: fut. σημανθήσομαι, aor. ἐσημάνθην, pf. σεσήμασμαι - inf. σεσημάνθαι, part. pf. σεσημασμένος; adj. verb. σημαντός, σημαντέος)1) обозначать, отмечать(τέρματα Hom.)
σεμαίνεσθαι τοὺς εὐρωστοτάτους Polyb. — отбирать себе самых крепких здоровьем2) показывать, указывать(τινά τινι Her.; φωνέ σημαίνουσα ὅ τι χρέ ποιεῖν Xen.)
3) обнаруживать, выявлять(τι περί τινος Plat.)
τἄλλα δ΄ αὐτὸ σημανεῖ Eur. — остальное само собою обнаружится;σ. τὸ πολεμικόν Xen. — давать сигнал к атаке4) подавать сигнал, сигнализировать(καπνῷ Aesch.)
φῶς σημαίνει τινί Aesch. — подается световой сигнал кому-л.;ὡς ἐσήμηνε impers. Her. — когда был подан сигнал5) давать знамение(τινὴ ἐν τοῖς ἱεροῖς Xen.)
ἐπὴ τοῖς μέλλουσι γενήσεσθαι σημῆναι Thuc. — служить предзнаменованием того, что предстоит6) обнаруживаться, следовать7) указывать, приказывать, предписывать, велеть(τινὴ ποιεῖν τι Her., Xen., Trag.)
μέ σημήναντός σου Plat. — без твоего приказания;σ. στρατοῦ Hom. — командовать войском;σ. ἐπὴ δμωῇσι γυναιξίν Hom. — распоряжаться служанками;ὅ δὲ σημαίνων ἐπέτελλεν Hom. — он давал руководящие указания8) сообщать, докладывать, объявлять(πάντα τινί Soph.)
σ. τινὴ τὰ καταλαβόντα Her. — докладывать кому-л. о происшедшем;ὥσπερ ἐσήμηνα Her. — как я упомянул (выше)9) обозначать, значитьτὰ σημαίνοντα (sc. ὀνόματα) Plat. — знаменательные слова;τὸ σημαινόμενον Arst. — значение, смысл10) преимущ. med. запечатыватьγράψας καὴ σημηνάμενος Xen. — написав и запечатав, т.е. в запечатанном письме;
τά τε σεσημασμένα καὴ τὰ ἀσήμαντα Plat. — как опечатанные, так и неопечатанные вещи11) med. заключать (на основании признаков), догадыватьсяτὰ μὲν σημαίνομαι, τὰ δ΄ ἐκπέπληγμαι Soph. — по одним признакам я догадываюсь, другими же я смущен
-
6 невесть
επίρ. (απλ.)1. άγνωστο• ακατανόητο•невесть кто άγνωστο ποιος.
2. (με τις λέξεις «как», «какой») πολύ, σημαντικά ή όχι πολύ, ασήμαντα.3. (με τις λέξεις «кто», «что», «какой», «сколько»): πολύ σημαντικά ή σοβαρά•невесть кто πολύ σημαντικός•
невесть что πολύ σημαντικό•
невесть какой πολύ σπουδαίος (σημαντικός)•
невесть сколько πάρα πολύ.
-
7 незначительно
επίρ.ασήμαντα κλπ. επ. -
8 немногий
επ.1. (μόνο στον πλθ.) μικρό μέρος μερικοί λίγοι•в -их словах με λίγα λόγια•
-ие вернулись μερικοί γύρισαν.
2. σε συνδυασμό μεεπ. συγκρ. β. σημαίνει λίγο, ασήμαντα.εκφρ.за -им дело стало – η καθυστέρηση έγινε από μικροπράγμα. -
9 отдалённо
επίρ.μακριά. || ελάχιστα, ασήμαντα. || σε απόσταση. -
10 чепуха
-и θ.1. ανοησίες, κουταμάρες, αρλούμπες, χαζοκουβέντες, σαχλαμάρες•, городить (молоть, нести) -у λέγω ανοησίες.2. τιποτένιο πράγμα. || μικροπράγματα, ασήμαντα πράγματα, κουροφέξυλα. -
11 σημαίνω
σημαίνω, Il.10.58, etc.; [full] σᾱμαίνω, Schwyzer686.23 ([place name] Pamphylia): [dialect] Ion. [tense] impf.Aσημαίνεσκον Q.S.4.193
: [tense] fut. , Th.6.20, [dialect] Ion.- ᾰνέω Od.12.26
, Hdt.1.75: [tense] aor. ἐσήμηνα ib.43, Th.5.71, [dialect] Ep.σήμηνα Il.23.358
; but in codd. of X. (HG1.1.2, al.) and later writers (Str.13.3.6, Act.Ap.25.27, Polyaen.1.41.3, Arr.An.1.6.2) ἐσήμᾱνα, and so in Mitteis Chr.29.8 (ii B.C.): [tense] pf.σεσήμαγκα Aristobul.
ap. Eus. PE13.12, Arr.Epict.3.26.29:—[voice] Med., [tense] fut. σημᾰνοῦμαι, [dialect] Ion.- έομαι Hp. Prog.3
, etc.: [tense] aor.ἐσημηνάμην Il.7.175
, etc.:—[voice] Pass., [tense] fut.σημανθήσομαι S.E.M.8.267
, ([etym.] ἐπι-) E. Ion 1593: [tense] fut. [voice] Med. in pass. sense, Hp. Int.44: [tense] aor.ἐσημάνθην D.47.16
: [tense] pf.σεσήμασμαι Hdt.2.39
, Lys.32.7, Pl.Lg. 954a, etc.; [ per.] 3sg.σεσήμανται Hdt.2.125
, inf.σεσημάνθαι Ar. Lys. 1196
: ([etym.] σῆμα):—show by a sign, indicate, point out,τέρματα Il.23.358
;δείξω ὁδὸν ἠδὲ ἕκαστα σημανέω Od.12.26
; τοῦτον σημήνας after indicating the person, Hdt.1.5; ;θησαύρισμα S.Ph. 37
;σ. τι περί τινος Pl.Lg. 682a
;σ. ὅ τι χρὴ ποιεῖν X.Ap.12
; σ. εὔδια πάντα (sc. εἶναι) Theoc.22.22:—[voice] Med., πάντα σημαίνει you have all things shown you (?), Epigr.Gr.1039.11 ([place name] Limyra).2 abs., give signs, φθόγγος, φῶς ς., A.Supp. 245, Ag. 293;ὁ λόγος σημαινέτω S.Tr. 345
; σ. καπνῷ make signal, A.Ag. 497: freq. in E. in [tense] fut. withαὐτός, πλοῦς αὐτὸς σημανεῖ Hel. 151
;τὸ δ' ἔργον αὐτὸ σημανεῖ Andr. 265
; αὐτὸ σημανεῖ (without Subst.) Ph. 623; .3 of the Delphic oracle,οὔτε λέγει οὔτε κρύπτει ἀλλὰ σημαίνει Heraclit.93
; so of omens, X.Mem.1.1.2, etc.;σ. ἐν τοῖς ἱεροῖς Id.An.6.1.31
;περί τινος Id.Mem.1.1.19
;ἐπὶ τοῖς μέλλουσι γενήσεσθαι Th.2.8
;πρὸ τῶν μελλόντων X.HG5.4.17
:—[voice] Pass.,σημαίνεσθαι διὰ τῶν ἐμπύρων Plu.2.222f
, etc.4 in later Prose intr., appear, be manifest, Arist.HA 533a11 (but [voice] Pass. in same sense, ib. 588b18);σ. ἐκ τῶν εἰρημένων Pl.Epin. 989a
; cf.δηλόω 11
.b σημαίνει impers., signs appear, Arist.Pr. 941b2, 944a4.II give a sign or signal to do a thing, or bid one do it, c. dat. pers. et inf., Hdt.1.116, 6.78, A.Ag.26, S.Aj. 688, X.An.6.1.24; give orders to, bear command over, c. dat.,πᾶσι δὲ σημαίνειν Il.1.289
, cf. 10.58, 17.250; c. gen.,στρατοῦ Il.14.85
; alsoσ. ἐπὶ δμῳῇσι γυναιξίν Od.22.427
: abs., give orders,ὁ δὲ σημαίνων ἐπέτελλεν Il.21.445
, cf. Od.22.450: in part., σημαίνων,= σημάντωρ, S.OC 704 codd.2 in war or battle, give the signal of attack, etc., Th.2.84, etc.; in full,σ. τῇ σάλπιγγι And.1.45
, X.An. 4.2.1, Achae.37.3;σ. τῷ κέρατι ὡς ἀναπαύεσθαι X.An.2.2.4
: c. acc., σ. ἀναχώρησιν give a signal for retreat, Th.5.10;ἐπειδὰν ὁ σαλπιγκτὴς σημήνῃ τὸ πολεμικόν X.An.4.3.29
, cf. 4.3.32;τὸ ἀνακλητικόν Plu.2.236e
: c. inf., X.Cyr.1.4.18, etc.: impers. σημαίνει (sc. ὁ σαλπιγκτής), signal is given, as τοῖσι Ἕλλησι ὡς ἐσήμηνε when signal was given for the Greeks to attack, Hdt.8.11: c. inf., ἐσήμαινε παραρτέεσθαι πάντα signal was given to make all ready, Id.9.42, cf. E.Heracl. 830; also σ. ἐπὶ πλόον πῦρ gives the signal for sailing, Tryph.145.3 generally, σ. [τῷ ἵππῳ] τι, προχωρεῖν σ. τῷ ἵππῳ, X.Eq.9.4, 7.10.4 make signals,εἰς τὴν πόλιν Id.HG6.2.33
; σ. ὡς πολεμίων ἐπιόντων ib.7.2.5:—[voice] Pass., ἐσημάνθησαν προσπλέουσαι ib.6.2.34: abs.,σημανθέντων τῷ Ἀστυάγει ὅτι.. Id.Cyr.1.4.18
.III signify, indicate, declare, ;τινί τι Hdt.7.18
, 9.49, S.OT 226: folld. by ὡς.. , Hdt.1.34; by ὅτι.. , S.OC 320, Pl.Phd. 62c;σ. ὅστις A.Pr. 618
; σ. ὅ τι χρή σοι συμπράσσειν ib. 297 (anap.); σ. ὅπῃ γῆς πεπλάνημαι ib. 564 (anap.);σ. ὅπου.. S.El. 1294
;σ. ὅτου τ' εἶ χὠπόθεν Id.Fr. 104
;σ. εἴτε.. Id.Ph.22
;σ. ποίῳ θανάτῳ.. Ev.Jo.12.33
, 21.19: c. part., signify that a thing is,φρυκτοῦ φῶς.. σημαίνει μολόν A.Ag. 293
; , cf. OC 1669; , cf. 722e:—[voice] Pass., ὁ σημαινόμενος δοῦλος the abovementioned slave, POxy.283.12 (i A.D.): abs., it having been reported,PAmh.
2.31.8 (ii B.C.), cf. supr. 11.4.2 interpret, explain, Hdt.1.108; tell, speak, Id.3.106: abs., σήμαινε tell, S.OC51, cf.OT 1050;οὐ στηλῶν μόνον σ. ἐπιγραφή Th.2.43
.3 of a writer, signify, indicate,ὅτι.. Str.8.6.5
; of words, sentences, etc., signify, mean,ταὐτὸν σημαίνει Pl.Cra. 393a
, cf. 437c, Phdr. 275d, Arist.Ph. 213b30, etc.; σημαίνοντα significant sounds, opp. ἄσημα, Id.Po. 1457a32sq.:—[voice] Pass., τὸ σημαινόμενον the sense, meaning of words, Id.Rh. 1405b8, D.H.Th.31, A.D.Pron.12.27, al.; opp. τὸ σημαῖνον, Chrysipp.Stoic.2.38(pl.).B [voice] Med. σημαίνομαι, give oneself a token, i.e. conclude from signs, conjecture,τὰ μὲν σημαίνομαι, τὰ δ' ἐκπέπληγμαι S.Aj.32
; ἄστροις σ. [τὰς πόλεις], prov. in Ael.NA7.48; σ. τι ἔκ τινος ib.2.7; of dogs hunting,μυξωτῆρσι σ. τι Opp.C.1.454
.II provide with a sign or mark, seal, σημαίνεσθαι βύβλῳ (sc. βοῦν), i.e. by sealing a strip of byblus round his horn, Hdt.2.38, cf. Pl.Lg. 954c, X.Cyr.8.2.17, Is. 7.1,2, Hyp.Ath.8:—[voice] Pass., εὖ σεσημάνθαι to be well sealed up, Ar.Lys. 1196; τὰ σεσημασμένα, opp. τὰ ἀσήμαντα, Pl.Lg. 954a, cf. Lys.32.7, D.39.17, Ath.Mitt.7.368.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σημαίνω
-
12 ἀσφράγιστος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀσφράγιστος
-
13 ἐνυπνιώδης
ἐνυπν-ιώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνυπνιώδης
См. также в других словарях:
ἀσήμαντα — ἀσήμαντος without leader neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικρολογία — η (Α μικρολογία και σμικρολογία) [μικρολόγος] 1. το να μιλάει ή να ασχολείται κανείς με ασήμαντα πράγματα, ανόητη φλυαρία 2. η ενασχόληση με ασήμαντες λεπτομέρειες 3. σχολαστικότητα αρχ. 1. μικροπρέπεια 2. το να υποβιβάζει κανείς κάποιον ή κάτι… … Dictionary of Greek
Νέα Καληδονία — (Nouvelle Caledonie). Νησί (19.058 τ. χλμ., 222.900 κάτ. το 2003) του νοτιοδυτικού Ειρηνικού ωκεανού, λίγο βορειότερα από τον Τροπικό του Αιγόκερω και σε απόσταση περίπου 1.500 χλμ. από τις ακτές της Αυστραλίας.Είναι υπερπόντιο έδαφος της Γαλλίας … Dictionary of Greek
OVIUM Notae — vel inustae, vel impressae. Calphurnius, nec Brutia desit Dura tibi, et liquidô simul unguine terra memento, Si sont rasa, linas: vivi quoque pondera melle Argenti coquito, lentumque bitumen aheno; Impressurus ovi tua nomina. Et Virg. Georgic. l … Hofmann J. Lexicon universale
άντζαλα — τα 1.ασήμαντα πράγματα 2.φρ. «άντζαλα, μάνταλα, σάνταλα» … Dictionary of Greek
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
ακανθολογία — η (Α ἀκανθολογία) [ἀκανθολόγος] συλλογή, μάζεμα τών αγκαθιών κάποιου φυτού νεοελλ. μτφ. 1. καταγραφή των λαθών που παρουσιάζει ένα γραπτό 2. μικρολογία, απασχόληση με ασήμαντα και περιττά … Dictionary of Greek
ακριδολογώ — [ακριδολόγος] 1. μαζεύω ακρίδες 2. παροιμ. «Η αλεπού είχε αργατειά κι εκείνη ακριδολόγα» (γι’ αυτόν που παραμελεί τις δουλειές του και ασχολείται με ασήμαντα πράγματα) 3. έχω πολύ μικρή σοδειά 4. ματαιοπονώ … Dictionary of Greek
βατταρίζω — (AM βατταρίζω) τραυλίζω νεοελλ. περιφέρομαι άσκοπα εδώ κι εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λέξη (πρβλ. διπλό ττ ), που θεωρείται ότι ανάγεται σε *bata , ονοματοποιημένο στοιχείο που εκφράζει παιδικό τραύλισμα ή έκπληξη (πρβλ. και λ. βαττολογώ). Το… … Dictionary of Greek
γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… … Dictionary of Greek
γέρρον — γέρρον, το (Α) 1. κάθε αντικείμενο πλεγμένο από ευλύγιστες βέργες, συνήθως λυγαριάς 2. η επιμήκης ασπίδα τών Περσών, σκεπασμένη με δέρμα βοδιού 3. το ψαθωτό τμήμα τής άμαξας 4. η γερροχελώνη, δηλ. πολιορκητική μηχανή σε σχήμα χελώνας… … Dictionary of Greek